αβυσσαλέος

αβυσσαλέος
-α, -ο [άβυσσος, η]
1. απύθμενος, χαώδης
2. κρημνώδης, βαραθρώδης
3. ανεξιχνίαστος, καταχθόνιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αβυσσαλέος — α, ο 1. ο βαθύς σαν την άβυσσο: Χάσμα αβυσσαλέο τούς χώριζε. 2. καταχθόνιος: Ήταν άνθρωπος ανεξιχνίαστος, αβυσσαλέος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άβυσσος — Φυσική κοιλότητα στον φλοιό της Γης, πολύ βαθιά και κάθετη. Ά. υπάρχουν τόσο στα τμήματα ξηράς που έχουν αναδυθεί (π.χ. η ά. Μπερταρέλι στην Ιστρία, η Σπλούγκα ντέλα Πρέτα στην Ιταλία, κοντά στη Βερόνα, το βάραθρο του Μπερζέ στη ΝΔ Γαλλία) όσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”